Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ κλαίω

См. также в других словарях:

  • κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

  • Koumandareas — Menis Koumandareas (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 Weblinks // …   Deutsch Wikipedia

  • Menis Koumandareas — (griechisch Μένης Κουμανταρέας; * 1931 in Athen) ist ein griechischer Schriftsteller. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werke 3 Literatur 4 …   Deutsch Wikipedia

  • γελοκλαίω — γελώ και κλαίω συγχρόνως …   Dictionary of Greek

  • γελοκλαίω — γελώ και κλαίω ταυτόχρονα: Γελόκλαιγαν από ανακούφιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκλαίω — και αττ.τ. προκλάω, Α [κλαίω] 1. κλαίω φανερά και φωναχτά ή κλαίω εκ τών προτέρων 2. θρηνώ προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • λουκτουκιώ — και λουχτικιώ και λουχτοκιώ, άω κλαίω με λυγμούς («τη χώρα στρέφεται, θωρεί και λουχτουκιά η καρδιά του κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η κερά του», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λύζω «κλαίω με λυγμούς»] …   Dictionary of Greek

  • πλερέζα — και μπλερέζα, η, Ν μακρύ μαύρο πένθιμο γυναικείο κάλυμμα τής κεφαλής ή και τού προσώπου, από πολύ λεπτό ύφασμα, στερεωμένο σε μαύρο καπέλο ή τοποθετημένο απευθείας στα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pleureuse < γαλλ. pleurer «κλαίω» < λατ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»